- πιστώνω
- πιστῶ, -όω, ΝΑ [πιστός]νεοελλ.1. δίνω σε κάποιον χρήματα ή τού προμηθεύω εμπορεύματα επί πιστώσει, ανοίγω πίστωση σε κάποιον2. καταχωρίζω στα λογιστικά βιβλία τής επιχείρησης και σε όφελος τού προσωπικού λογαριασμού κάποιου χρηματικό ποσό οφειλόμενο στον πελάτη αυτόν από την επιχείρηση που ενεργεί την πίστωσηαρχ.1. καθιστώ κάποιον αξιόπιστο με όρκους («πιστώσαντες αὐτὸν τοῑς ὅρκοις», Θουκ.)2. έχω την πεποίθηση, πιστεύω3. πιστοποιώ, επιβεβαιώνω κάτι, εγγυώμαι για κάτι4. μέσ. πιστοῡμαι, -οομαι(για συμβαλλομένους) ανταλλάσσω διαβεβαιώσεις («χεῑρός τ' ἀλλήλων λαβέτην καὶ πιστώσαντο», Ομ. Ιλ.)5. παθ. καθίσταμαι, γίνομαι αξιόπιστος, παρέχω εγγύηση ή βεβαίωση6. φρ. α) «ὅρκῳ πιστοῡμαί τινι» — δεσμεύομαι απέναντι σε κάποιον με όρκοβ) «πιστοῡμαί τινα ὑφ' ὅρκου» — εξασφαλίζω την εντιμότητα ή την ειλικρίνεια κάποιου με όρκογ) «πιστοῡμαί τι» — έχω πεποίθηση, πιστεύω σε κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.